υστιακόν

υστιακόν
τὸ, Α
είδος ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑστιακόν και οι παρλλ. τ. ύστιακκός και ὑστὶς είναι όροι άγνωστης ετυμολ. οι οποίοι ανήκουν πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑστιακῷ — ὑστιακόν drinking cup neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υστιακκός — και ὑστιακός, ὁ, Α ὑστιακόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὑστιακόν] …   Dictionary of Greek

  • υστίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑδρίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὑστιακόν] …   Dictionary of Greek

  • ὑστιακῶι — ὑστιακῷ , ὑστιακόν drinking cup neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”